Definify.com
Definition 2024
συναινετικός
συναινετικός
Greek
Adjective
συναινετικός • (synainetikós) m (feminine συναινετική, neuter συναινετικό)
- consensual (with consensus)
Declension
positive forms of συναινετικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συναινετικός | συναινετική | συναινετικό | συναινετικοί | συναινετικές | συναινετικά |
genitive | συναινετικού | συναινετικής | συναινετικού | συναινετικών | συναινετικών | συναινετικών |
accusative | συναινετικό | συναινετική | συναινετικό | συναινετικούς | συναινετικές | συναινετικά |
vocative | συναινετικέ | συναινετική | συναινετικό | συναινετικοί | συναινετικές | συναινετικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συναινετικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συναινετικός, etc.) |