Definify.com
Definition 2024
συστήνω
συστήνω
Greek
Verb
συστήνω • (systíno) (simple past σύστησα, passive form συστήνομαι)
Conjugation
συστήνω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | συστήνω | σύστηνα | θα συστήνω | να συστήνω | |
2s | συστήνεις | σύστηνες | θα συστήνεις | να συστήνεις | σύστηνε, συστήνε |
3s | συστήνει | σύστηνε | θα συστήνει | να συστήνει | |
1p | συστήνουμε, συστήνομε | συστήναμε | θα συστήνουμε, συστήνομε | να συστήνουμε, συστήνομε | |
2p | συστήνετε | συστήνατε | θα συστήνετε | να συστήνετε | συστήνετε |
3p | συστήνουν, συστήνουνε | σύστηναν, συστήναν, συστήνανε | θα συστήνουν, συστήνουνε | να συστήνουν, συστήνουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | συστήσω | σύστησα | θα συστήσω | να συστήσω | |
2s | συστήσεις | σύστησες | θα συστήσεις | να συστήσεις | σύστησε, συστήσε |
3s | συστήσει | σύστησε | θα συστήσει | να συστήσει | |
1p | συστήσουμε, συστήσομε | συστήσαμε | θα συστήσουμε, συστήσομε | να συστήσουμε, συστήσομε | |
2p | συστήσετε | συστήσατε | θα συστήσετε | να συστήσετε | συστήστε, συστήσετε |
3p | συστήσουν, συστήσουνε | σύστησαν, συστήσαν, συστήσανε | θα συστήσουν, συστήσουνε | να συστήσουν, συστήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω συστήσει | είχα συστήσει | θα έχω συστήσει | να έχω συστήσει | |
2s | έχεις συστήσει | είχες συστήσει | θα έχεις συστήσει | να έχεις συστήσει | έχε συστημένο |
3s | έχει συστήσει | είχε συστήσει | θα έχει συστήσει | να έχει συστήσει | |
1p | έχουμε συστήσει | είχαμε συστήσει | θα έχουμε συστήσει | να έχουμε συστήσει | |
2p | έχετε συστήσει | είχατε συστήσει | θα έχετε συστήσει | να έχετε συστήσει | έχετε συστημένο |
3p | έχουν συστήσει | είχαν συστήσει | θα έχουν συστήσει | να έχουν συστήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συστημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συστημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συστημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συστημένο | ||||
Participle: | συστήνοντας | Non-finite ‡ | συστήσει | 1, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
See also
- συνιστώ (synistó, “to suggest, to recommend”)