Definify.com
Definition 2024
συχνός
συχνός
Greek
Adjective
συχνός • (sychnós) m (feminine συχνή, neuter συχνό)
Declension
positive forms of συχνός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συχνός | συχνή | συχνό | συχνοί | συχνές | συχνά |
genitive | συχνού | συχνής | συχνού | συχνών | συχνών | συχνών |
accusative | συχνό | συχνή | συχνό | συχνούς | συχνές | συχνά |
vocative | συχνέ | συχνή | συχνό | συχνοί | συχνές | συχνά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συχνός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συχνός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συχνότερος | συχνότερη | συχνότερο | συχνότεροι | συχνότερες | συχνότερα |
genitive | συχνότερου | συχνότερης | συχνότερου | συχνότερων | συχνότερων | συχνότερων |
accusative | συχνότερο | συχνότερη | συχνότερο | συχνότερους | συχνότερες | συχνότερα |
vocative | συχνότερε | συχνότερη | συχνότερο | συχνότεροι | συχνότερες | συχνότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο συχνότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συχνότατος | συχνότατη | συχνότατο | συχνότατοι | συχνότατες | συχνότατα |
genitive | συχνότατου | συχνότατης | συχνότατου | συχνότατων | συχνότατων | συχνότατων |
accusative | συχνότατο | συχνότατη | συχνότατο | συχνότατους | συχνότατες | συχνότατα |
vocative | συχνότατε | συχνότατη | συχνότατο | συχνότατοι | συχνότατες | συχνότατα |