Definify.com
Definition 2024
σχετικός
σχετικός
Greek
Adjective
σχετικός • (schetikós) m (feminine σχετική, neuter σχετικό)
Declension
positive forms of σχετικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σκετικός | σκετική | σκετικό | σκετικοί | σκετικές | σκετικά |
genitive | σκετικού | σκετικής | σκετικού | σκετικών | σκετικών | σκετικών |
accusative | σκετικό | σκετική | σκετικό | σκετικούς | σκετικές | σκετικά |
vocative | σκετικέ | σκετική | σκετικό | σκετικοί | σκετικές | σκετικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σχετικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σχετικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σχετικότερος | σχετικότερη | σχετικότερο | σχετικότεροι | σχετικότερες | σχετικότερα |
genitive | σχετικότερου | σχετικότερης | σχετικότερου | σχετικότερων | σχετικότερων | σχετικότερων |
accusative | σχετικότερο | σχετικότερη | σχετικότερο | σχετικότερους | σχετικότερες | σχετικότερα |
vocative | σχετικότερε | σχετικότερη | σχετικότερο | σχετικότεροι | σχετικότερες | σχετικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο σχετικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σχετικότατος | σχετικότατη | σχετικότατο | σχετικότατοι | σχετικότατες | σχετικότατα |
genitive | σχετικότατου | σχετικότατης | σχετικότατου | σχετικότατων | σχετικότατων | σχετικότατων |
accusative | σχετικότατο | σχετικότατη | σχετικότατο | σχετικότατους | σχετικότατες | σχετικότατα |
vocative | σχετικότατε | σχετικότατη | σχετικότατο | σχετικότατοι | σχετικότατες | σχετικότατα |