Definify.com
Definition 2025
σχετικός
σχετικός
Greek
Adjective
σχετικός • (schetikós) m (feminine σχετική, neuter σχετικό)
Declension
positive forms of σχετικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | σκετικός | σκετική | σκετικό | σκετικοί | σκετικές | σκετικά |
| genitive | σκετικού | σκετικής | σκετικού | σκετικών | σκετικών | σκετικών |
| accusative | σκετικό | σκετική | σκετικό | σκετικούς | σκετικές | σκετικά |
| vocative | σκετικέ | σκετική | σκετικό | σκετικοί | σκετικές | σκετικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σχετικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σχετικός, etc.) |
|||||
degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | σχετικότερος | σχετικότερη | σχετικότερο | σχετικότεροι | σχετικότερες | σχετικότερα |
| genitive | σχετικότερου | σχετικότερης | σχετικότερου | σχετικότερων | σχετικότερων | σχετικότερων |
| accusative | σχετικότερο | σχετικότερη | σχετικότερο | σχετικότερους | σχετικότερες | σχετικότερα |
| vocative | σχετικότερε | σχετικότερη | σχετικότερο | σχετικότεροι | σχετικότερες | σχετικότερα |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο σχετικότερος", etc) | |||||
| absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | σχετικότατος | σχετικότατη | σχετικότατο | σχετικότατοι | σχετικότατες | σχετικότατα |
| genitive | σχετικότατου | σχετικότατης | σχετικότατου | σχετικότατων | σχετικότατων | σχετικότατων |
| accusative | σχετικότατο | σχετικότατη | σχετικότατο | σχετικότατους | σχετικότατες | σχετικότατα |
| vocative | σχετικότατε | σχετικότατη | σχετικότατο | σχετικότατοι | σχετικότατες | σχετικότατα |