Definify.com
Definition 2025
σχηματίζω
σχηματίζω
Greek
Verb
σχηματίζω • (schimatízo) (simple past σκημάτισα, passive form σχηματίζομαι)
Conjugation
σχηματίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | σχηματίζω | σχημάτιζα | θα σχηματίζω | να σχηματίζω | |
2s | σχηματίζεις | σχημάτιζες | θα σχηματίζεις | να σχηματίζεις | σχημάτιζε |
3s | σχηματίζει | σχημάτιζε | θα σχηματίζει | να σχηματίζει | |
1p | σχηματίζουμε, σχηματίζομε | σχηματίζαμε | θα σχηματίζουμε, σχηματίζομε | να σχηματίζουμε, σχηματίζομε | |
2p | σχηματίζετε | σχηματίζατε | θα σχηματίζετε | να σχηματίζετε | σχηματίζετε |
3p | σχηματίζουν, σχηματίζουνε | σχημάτιζαν, σχηματίζαν, σχηματίζανε | θα σχηματίζουν, σχηματίζουνε | να σχηματίζουν, σχηματίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | σχηματίσω | σχημάτισα | θα σχηματίσω | να σχηματίσω | |
2s | σχηματίσεις | σχημάτισες | θα σχηματίσεις | να σχηματίσεις | σχημάτισε |
3s | σχηματίσει | σχημάτισε | θα σχηματίσει | να σχηματίσει | |
1p | σχηματίσουμε, σχηματίσομε | σχηματίσαμε | θα σχηματίσουμε, σχηματίσομε | να σχηματίσουμε, σχηματίσομε | |
2p | σχηματίσετε | σχηματίσατε | θα σχηματίσετε | να σχηματίσετε | σχηματίστε |
3p | σχηματίσουν, σχηματίσουνε | σχημάτισαν, σχηματίσαν, σχηματίσανε | θα σχηματίσουν, σχηματίσουνε | να σχηματίσουν, σχηματίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω σχηματίσει | είχα σχηματίσει | θα έχω σχηματίσει | να έχω σχηματίσει | |
2s | έχεις σχηματίσει | είχες σχηματίσει | θα έχεις σχηματίσει | να έχεις σχηματίσει | έχε σχηματισμένο |
3s | έχει σχηματίσει | είχε σχηματίσει | θα έχει σχηματίσει | να έχει σχηματίσει | |
1p | έχουμε σχηματίσει | είχαμε σχηματίσει | θα έχουμε σχηματίσει | να έχουμε σχηματίσει | |
2p | έχετε σχηματίσει | είχατε σχηματίσει | θα έχετε σχηματίσει | να έχετε σχηματίσει | έχετε σχηματισμένο |
3p | έχουν σχηματίσει | είχαν σχηματίσει | θα έχουν σχηματίσει | να έχουν σχηματίσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) σχηματισμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) σχηματισμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) σχηματισμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) σχηματισμένο | ||||
Participle: | σχηματίζοντας | Non-finite ‡ | σχηματίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- σχηματίζω τον αριθμό, σχηματίζω το νούμερο m (schimatízo ton arithmó, schimatízo to noúmero)