Definify.com
Definition 2024
ταξιδεύω
ταξιδεύω
Greek
Verb
ταξιδεύω • (taxidévo) (simple past ταξίδεψα)
Conjugation
ταξιδεύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ταξιδεύω | ταξίδευα | θα ταξιδεύω | να ταξιδεύω | |
2s | ταξιδεύεις | ταξίδευες | θα ταξιδεύεις | να ταξιδεύεις | ταξίδευε |
3s | ταξιδεύει | ταξίδευε | θα ταξιδεύει | να ταξιδεύει | |
1p | ταξιδεύουμε, ταξιδεύομε | ταξιδεύαμε | θα ταξιδεύουμε, ταξιδεύομε | να ταξιδεύουμε, ταξιδεύομε | |
2p | ταξιδεύετε | ταξιδεύατε | θα ταξιδεύετε | να ταξιδεύετε | ταξιδεύετε |
3p | ταξιδεύουν, ταξιδεύουνε | ταξίδευαν, ταξιδεύαν, ταξιδεύανε | θα ταξιδεύουν, ταξιδεύουνε | να ταξιδεύουν, ταξιδεύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ταξιδέψω | ταξίδεψα | θα ταξιδέψω | να ταξιδέψω | |
2s | ταξιδέψεις | ταξίδεψες | θα ταξιδέψεις | να ταξιδέψεις | ταξίδεψε |
3s | ταξιδέψει | ταξίδεψε | θα ταξιδέψει | να ταξιδέψει | |
1p | ταξιδέψουμε, ταξιδέψομε | ταξιδέψαμε | θα ταξιδέψουμε, ταξιδέψομε | να ταξιδέψουμε, ταξιδέψομε | |
2p | ταξιδέψετε | ταξιδέψατε | θα ταξιδέψετε | να ταξιδέψετε | ταξιδέψτε, ταξιδεύτε |
3p | ταξιδέψουν, ταξιδέψουνε | ταξίδεψαν, ταξιδέψαν, ταξιδέψανε | θα ταξιδέψουν, ταξιδέψουνε | να ταξιδέψουν, ταξιδέψουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ταξιδέψει | είχα ταξιδέψει | θα έχω ταξιδέψει | να έχω ταξιδέψει | |
2s | έχεις ταξιδέψει | είχες ταξιδέψει | θα έχεις ταξιδέψει | να έχεις ταξιδέψει | |
3s | έχει ταξιδέψει | είχε ταξιδέψει | θα έχει ταξιδέψει | να έχει ταξιδέψει | |
1p | έχουμε ταξιδέψει | είχαμε ταξιδέψει | θα έχουμε ταξιδέψει | να έχουμε ταξιδέψει | |
2p | έχετε ταξιδέψει | είχατε ταξιδέψει | θα έχετε ταξιδέψει | να έχετε ταξιδέψει | |
3p | έχουν ταξιδέψει | είχαν ταξιδέψει | θα έχουν ταξιδέψει | να έχουν ταξιδέψει | |
Participle: | ταξιδεύοντας | Non-finite ‡ | ταξιδέψει | 17, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- see: ταξίδι n (taxídi, “journey”)