Definify.com
Definition 2025
τελικός
τελικός
Greek
Adjective
τελικός • (telikós) m (feminine τελική, neuter τελικό)
Declension
positive forms of τελικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τελικός | τελική | τελικό | τελικοί | τελικές | τελικά |
genitive | τελικού | τελικής | τελικού | τελικών | τελικών | τελικών |
accusative | τελικό | τελική | τελικό | τελικούς | τελικές | τελικά |
vocative | τελικέ | τελική | τελικό | τελικοί | τελικές | τελικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τελικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τελικός, etc.) |
Synonyms
- ύστατος (ýstatos, “final”)
- έσχατος (éschatos, “furthest, last, most extreme”)
Related terms
- σίγμα τελικό n (sígma telikó, “final sigma”)
Noun
τελικός • (telikós) m (plural τελικοί)
Declension
declension of τελικός
Related terms
- μεγάλος τελικός m (megálos telikós, “Cup Final”)