Definify.com
Definition 2024
τερματισμός
τερματισμός
Greek
Adjective
τερματισμός • (termatismós) m (feminine τερματισμή, neuter τερματισμό)
- final, terminating
- γραμμή τερματισμού ― grammí termatismoú ― finishing line
Declension
positive forms of τερματισμός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τερματισμός | τερματισμή | τερματισμό | τερματισμοί | τερματισμές | τερματισμά |
genitive | τερματισμού | τερματισμής | τερματισμού | τερματισμών | τερματισμών | τερματισμών |
accusative | τερματισμό | τερματισμή | τερματισμό | τερματισμούς | τερματισμές | τερματισμά |
vocative | τερματισμέ | τερματισμή | τερματισμό | τερματισμοί | τερματισμές | τερματισμά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τερματισμός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τερματισμός, etc.) |
Related terms
- see: τερματίζω (termatízo, “to end”)