Definify.com
Definition 2024
τετραγωνικός
τετραγωνικός
Greek
Adjective
τετραγωνικός • (tetragonikós) m (feminine τετραγωνική, neuter τετραγωνικό)
Declension
positive forms of τετραγωνικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τετραγωνικός | τετραγωνική | τετραγωνικό | τετραγωνικοί | τετραγωνικές | τετραγωνικά |
genitive | τετραγωνικού | τετραγωνικής | τετραγωνικού | τετραγωνικών | τετραγωνικών | τετραγωνικών |
accusative | τετραγωνικό | τετραγωνική | τετραγωνικό | τετραγωνικούς | τετραγωνικές | τετραγωνικά |
vocative | τετραγωνικέ | τετραγωνική | τετραγωνικό | τετραγωνικοί | τετραγωνικές | τετραγωνικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τετραγωνικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τετραγωνικός, etc.) |
Derived terms
- τετραγωνικό μέτρο n (tetragonikó métro, “square metre”)
- τετραγωνική ρίζα f (tetragonikí ríza, “square root”)