Definify.com
Definition 2024
τεχνητός
τεχνητός
Greek
Adjective
τεχνητός • (technitós) m (feminine τεχνητή, neuter τεχνητό)
Related terms
- τεχνητή νοημοσύνη f (technití noimosýni, “artificial intelligence”)
Declension
positive forms of τεχνητός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τεχνητός | τεχνητή | τεχνητό | τεχνητοί | τεχνητές | τεχνητά |
genitive | τεχνητού | τεχνητής | τεχνητού | τεχνητών | τεχνητών | τεχνητών |
accusative | τεχνητό | τεχνητή | τεχνητό | τεχνητούς | τεχνητές | τεχνητά |
vocative | τεχνητέ | τεχνητή | τεχνητό | τεχνητοί | τεχνητές | τεχνητά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τεχνητός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τεχνητός, etc.) |