Definify.com
Definition 2024
τηγάνι
τηγάνι
Greek
Noun
τηγάνι • (tigáni) n (plural τηγάνια)
Declension
declension of τηγάνι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τηγάνι | τηγάνια |
genitive | τηγανιού | τηγανιών |
accusative | τηγάνι | τηγάνια |
vocative | τηγάνι | τηγάνια |
Related terms
|
External links
- τηγάνι on the Greek Wikipedia.Wikipedia el