Definify.com
Definition 2024
τηγανητός
τηγανητός
Greek
Alternative forms
- τηγανιτός (tiganitós)
Adjective
τηγανητός • (tiganitós) m (feminine τηγανητή, neuter τηγανητό)
Declension
positive forms of τηγανητός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τηγανητός | τηγανητή | τηγανητό | τηγανητοί | τηγανητές | τηγανητά |
genitive | τηγανητού | τηγανητής | τηγανητού | τηγανητών | τηγανητών | τηγανητών |
accusative | τηγανητό | τηγανητή | τηγανητό | τηγανητούς | τηγανητές | τηγανητά |
vocative | τηγανητέ | τηγανητή | τηγανητό | τηγανητοί | τηγανητές | τηγανητά |
Derived terms
- τηγανητά n pl (tiganitá, “fried food”)
- τηγανητή πατάτα f (tiganití patáta, “chip, french fry”)
Related terms
- see: τηγάνι n (tigáni, “frying pan”)