Definify.com
Definition 2024
της_πουτάνας
της πουτάνας
Greek
Alternative forms
- της πουτάνας το κάγκελο (tis poutánas to kánkelo)
Phrase
της πουτάνας • (tis poutánas)
- (colloquial, vulgar) mayhem, pandemonium, commotion, upheaval, all **** breaks loose (literally: of the whore)
- Μέθυσαν μερικοί στον γάμο και έγινε της πουτάνας. ― Méthysan merikoí ston gámo kai égine tis poutánas. ― A few got drunk at the wedding and all **** broke loose.
Synonyms
- της μουρλής (tis mourlís)
- της τρελής (tis trelís)
- έλα να δεις (éla na deis)
- χαμός (chamós)