Definify.com
Definition 2024
της_τρελής
της τρελής
Greek
Phrase
- mayhem, pandemonium, commotion, upheaval (literally: of the crazy one)
- Στην τράπεζα γινόταν της τρελής επειδή χάλασαν οι υπολογιστές.
- There was pandemonium at the bank because the computers broke.
- Στην τράπεζα γινόταν της τρελής επειδή χάλασαν οι υπολογιστές.
Synonyms
- της μουρλής (tis mourlís)
- της πουτάνας (tis poutánas) (vulgar)
- έλα να δεις (éla na deis)
- χαμός (chamós)