Definify.com
Definition 2024
χαμός
χαμός
Greek
Noun
χαμός • (chamós) m (plural χαμοί)
- loss
- 1979, Nikos Kavvadias/Thanos Mikroutsikos, Θεσσαλονίκη:
- Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται,
Σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού.- Apart from your mother, no one remembers you,
On this frightening journey of loss.
- Apart from your mother, no one remembers you,
- Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται,
- 1979, Nikos Kavvadias/Thanos Mikroutsikos, Θεσσαλονίκη:
- (idiomatic, figuratively) pandemonium, chaos, mayhem, upheaval
- Γινότανε χαμός στον δρόμο απόψε.
- There was mayhem on the road tonight.
- Γινότανε χαμός στον δρόμο απόψε.
Declension
declension of χαμός
Synonyms
- (loss): απώλεια f (apóleia), χάσιμο n (chásimo)
- (mayhem): της τρελής (tis trelís), της μουρλής (tis mourlís), της πουτάνας (tis poutánas) (vulgar), έλα να δεις (éla na deis)