Definify.com
Definition 2024
τρυπώ
τρυπώ
Greek
Verb
τρυπώ • (trypó) (simple past τρύπησα)
Conjugation
τρυπώ, τρυπάω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | τρυπώ, τρυπάω | τρυπούσα, τρύπαγα | θα τρυπώ, θα τρυπάω | να τρυπώ, να τρυπάω | |
2s | τρυπάς | τρυπούσες, τρύπαγες | θα τρυπάς | να τρυπάς | τρύπα, τρύπαγε |
3s | τρυπά, τρυπάει | τρυπούσε, τρύπαγε | θα τρυπά, θα τρυπάει | να τρυπά, να τρυπάει | |
1p | τρυπούμε, τρυπάμε | τρυπούσαμε, τρυπάγαμε | θα τρυπούμε, θα τρυπάμε | να τρυπούμε, να τρυπάμε | |
2p | τρυπάτε | τρυπούσατε, τρυπάγατε | θα τρυπάτε | να τρυπάτε | τρυπάτε |
3p | τρυπούν, τρυπούνε, τρυπάνε, τρυπάν | τρυπούσαν, τρυπούσανε, τρύπαγαν, τρυπάγανε | θα τρυπούν, θα τρυπούνε, θα τρυπάνε, θα τρυπάν | να τρυπούν, να τρυπούνε, να τρυπάνε, να τρυπάν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | τρυπήσω | τρύπησα | θα τρυπήσω | να τρυπήσω | |
2s | τρυπήσεις | τρύπησες | θα τρυπήσεις | να τρυπήσεις | τρύπησε, τρύπα |
3s | τρυπήσει | τρύπησε | θα τρυπήσει | να τρυπήσει | |
1p | τρυπήσουμε, τρυπήσομε | τρυπήσαμε | θα τρυπήσουμε, θα τρυπήσομε | να τρυπήσουμε, να τρυπήσομε | |
2p | τρυπήσετε | τρυπήσατε | θα τρυπήσετε | να τρυπήσετε | τρυπήστε |
3p | τρυπήσουν, τρυπήσουνε | τρύπησαν, τρυπήσανε, τρυπήσαν | θα τρυπήσουν, θα τρυπήσουνε | να τρυπήσουν, να τρυπήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω τρυπήσει | είχα τρυπήσει | θα έχω τρυπήσει | να έχω τρυπήσει | |
2s | έχεις τρυπήσει | είχες τρυπήσει | θα έχεις τρυπήσει | να έχεις τρυπήσει | |
3s | έχει τρυπήσει | είχε τρυπήσει | θα έχει τρυπήσει | να έχει τρυπήσει | |
1p | έχουμε τρυπήσει | είχαμε τρυπήσει | θα έχουμε τρυπήσει | να έχουμε τρυπήσει | |
2p | έχετε τρυπήσει | είχατε τρυπήσει | θα έχετε τρυπήσει | να έχετε τρυπήσει | |
3p | έχουν τρυπήσει | είχαν τρυπήσει | θα έχουν τρυπήσει | να έχουν τρυπήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) τρυπημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) τρυπημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) τρυπημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) τρυπημένο | ||||
Participle: | τρυπώντας | Non-finite ‡ | τρυπήσει | 58-ησ-2A1-2A1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses |
|||||
Related terms
- see: τρύπα f (trýpa, “hole”)