Definify.com
Definition 2024
τσιγκούνης
τσιγκούνης
Greek
Alternative forms
- τσιγγούνης (tsingoúnis)
Adjective
τσιγκούνης • (tsinkoúnis) m (feminine τσιγκούνα, neuter τσιγκούνικο)
Declension
positive forms of τσιγκούνης
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τσιγκούνης | τσιγκούνα | τσιγκούνικο | τσιγκούνηδες | τσιγκούνες | τσιγκούνικα |
genitive | τσιγκούνη | τσιγκούνας | τσιγκούνικου | τσιγκούνηδων | — | τσιγκούνικων |
accusative | τσιγκούνη | τσιγκούνα | τσιγκούνικο | τσιγκούνηδες | τσιγκούνες | τσιγκούνικα |
vocative | τσιγκούνη | τσιγκούνα | τσιγκούνικο | τσιγκούνηδες | τσιγκούνες | τσιγκούνικα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τσιγκούνης, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τσιγκούνης, etc.) |
Synonyms
- εξηνταβελόνης (exintavelónis)
- σπαγκοραμμένος (spankoramménos)
- σπάγκος (spánkos)
- σφιχτοχέρης (sfichtochéris)
- τσιφούτης (tsifoútis)
- φιλάργυρος (filárgyros)
Derived terms
- τσιγκούναρος (tsinkoúnaros, “augmentative”)
- τσιγκουνεύομαι (tsinkounévomai)
- τσιγκουνιά (tsinkouniá)
- τσιγκούνικα (tsinkoúnika)
- τσιγκούνικος (tsinkoúnikos)