Definify.com
Definition 2024
υλικός
υλικός
See also: ὑλικός
Greek
Adjective
υλικός • (ylikós) m (feminine υλική, neuter υλικό)
Declension
positive forms of υλικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υλικός | υλική | υλικό | υλικοί | υλικές | υλικά |
genitive | υλικού | υλικής | υλικού | υλικών | υλικών | υλικών |
accusative | υλικό | υλική | υλικό | υλικούς | υλικές | υλικά |
vocative | υλικέ | υλική | υλικό | υλικοί | υλικές | υλικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υλικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υλικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υλικότερος | υλικότερη | υλικότερο | υλικότεροι | υλικότερες | υλικότερα |
genitive | υλικότερου | υλικότερης | υλικότερου | υλικότερων | υλικότερων | υλικότερων |
accusative | υλικότερο | υλικότερη | υλικότερο | υλικότερους | υλικότερες | υλικότερα |
vocative | υλικότερε | υλικότερη | υλικότερο | υλικότεροι | υλικότερες | υλικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο υλικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υλικότατος | υλικότατη | υλικότατο | υλικότατοι | υλικότατες | υλικότατα |
genitive | υλικότατου | υλικότατης | υλικότατου | υλικότατων | υλικότατων | υλικότατων |
accusative | υλικότατο | υλικότατη | υλικότατο | υλικότατους | υλικότατες | υλικότατα |
vocative | υλικότατε | υλικότατη | υλικότατο | υλικότατοι | υλικότατες | υλικότατα |