Definify.com
Definition 2024
υπέρβαρος
υπέρβαρος
Greek
Adjective
υπέρβαρος • (ypérvaros) m (feminine υπέρβαρη, neuter υπέρβαρο)
- overweight
- υπέρβαρες αποσκευές (excess baggage)
Declension
positive forms of υπέρβαρος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπέρβαρος | υπέρβαρη | υπέρβαρο | υπέρβαροι | υπέρβαρες | υπέρβαρα |
genitive | υπέρβαρου | υπέρβαρης | υπέρβαρου | υπέρβαρων | υπέρβαρων | υπέρβαρων |
accusative | υπέρβαρο | υπέρβαρη | υπέρβαρο | υπέρβαρους | υπέρβαρες | υπέρβαρα |
vocative | υπέρβαρε | υπέρβαρη | υπέρβαρο | υπέρβαροι | υπέρβαρες | υπέρβαρα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπέρβαρος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπέρβαρος, etc.) |
Synonyms
- παχύσαρκος (pachýsarkos, “obese”)
External links
- Παχυσαρκία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el