Definify.com
Definition 2024
υπέρμετρος
υπέρμετρος
Greek
Adjective
υπέρμετρος • (ypérmetros) m (feminine υπέρμετρη, neuter υπέρμετρο)
Declension
positive forms of υπέρμετρος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπέρμετρος | υπέρμετρη | υπέρμετρο | υπέρμετροι | υπέρμετρες | υπέρμετρα |
genitive | υπέρμετρου | υπέρμετρης | υπέρμετρου | υπέρμετρων | υπέρμετρων | υπέρμετρων |
accusative | υπέρμετρο | υπέρμετρη | υπέρμετρο | υπέρμετρους | υπέρμετρες | υπέρμετρα |
vocative | υπέρμετρε | υπέρμετρη | υπέρμετρο | υπέρμετροι | υπέρμετρες | υπέρμετρα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπέρμετρος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπέρμετρος, etc.) |