Definify.com
Definition 2024
υπέρυθρος
υπέρυθρος
Greek
Adjective
υπέρυθρος • (ypérythros) m (feminine υπέρυθρη, neuter υπέρυθρο)
Declension
positive forms of υπέρυθρος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπέρυθρος | υπέρυθρη | υπέρυθρο | υπέρυθροι | υπέρυθρες | υπέρυθρα |
genitive | υπέρυθρου | υπέρυθρης | υπέρυθρου | υπέρυθρων | υπέρυθρων | υπέρυθρων |
accusative | υπέρυθρο | υπέρυθρη | υπέρυθρο | υπέρυθρους | υπέρυθρες | υπέρυθρα |
vocative | υπέρυθρε | υπέρυθρη | υπέρυθρο | υπέρυθροι | υπέρυθρες | υπέρυθρα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπέρυθρος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπέρυθρος, etc.) |