Definify.com

Definition 2024


υπέρυθρος

υπέρυθρος

Greek

Adjective

υπέρυθρος (ypérythros) m (feminine υπέρυθρη, neuter υπέρυθρο)

  1. (physics) infrared
    υπέρυθρη ακτινοβολία (infrared radiation)
  2. rufous, reddish
  3. ruddy, rubicund

Declension