Definify.com
Definition 2024
υπαρξιακός
υπαρξιακός
Greek
Adjective
υπαρξιακός • (yparxiakós) m (feminine υπαρξιακή, neuter υπαρξιακό)
Declension
positive forms of υπαρξιακός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπαρξιακός | υπαρξιακή | υπαρξιακό | υπαρξιακοί | υπαρξιακές | υπαρξιακά |
genitive | υπαρξιακού | υπαρξιακής | υπαρξιακού | υπαρξιακών | υπαρξιακών | υπαρξιακών |
accusative | υπαρξιακό | υπαρξιακή | υπαρξιακό | υπαρξιακούς | υπαρξιακές | υπαρξιακά |
vocative | υπαρξιακέ | υπαρξιακή | υπαρξιακό | υπαρξιακοί | υπαρξιακές | υπαρξιακά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπαρξιακός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπαρξιακός, etc.) |
Related terms
- see: υπαρξισμός m (yparxismós, “existentialism”)