Definify.com
Definition 2024
υπερασπίζω
υπερασπίζω
Greek
Verb
υπερασπίζω • (yperaspízo) (simple past υπεράσπισα, passive form υπερασπίζομαι)
Conjugation
υπερασπίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | υπερασπίζω | υπεράσπιζα | θα υπερασπίζω | να υπερασπίζω | |
2s | υπερασπίζεις | υπεράσπιζες | θα υπερασπίζεις | να υπερασπίζεις | υπεράσπιζε |
3s | υπερασπίζει | υπεράσπιζε | θα υπερασπίζει | να υπερασπίζει | |
1p | υπερασπίζουμε, υπερασπίζομε | υπερασπίζαμε | θα υπερασπίζουμε, υπερασπίζομε | να υπερασπίζουμε, υπερασπίζομε | |
2p | υπερασπίζετε | υπερασπίζατε | θα υπερασπίζετε | να υπερασπίζετε | υπερασπίζετε |
3p | υπερασπίζουν, υπερασπίζουνε | υπεράσπιζαν, υπερασπίζαν, υπερασπίζανε | θα υπερασπίζουν, υπερασπίζουνε | να υπερασπίζουν, υπερασπίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | υπερασπίσω | υπεράσπισα | θα υπερασπίσω | να υπερασπίσω | |
2s | υπερασπίσεις | υπεράσπισες | θα υπερασπίσεις | να υπερασπίσεις | υπεράσπισε |
3s | υπερασπίσει | υπεράσπισε | θα υπερασπίσει | να υπερασπίσει | |
1p | υπερασπίσουμε, υπερασπίσομε | υπερασπίσαμε | θα υπερασπίσουμε, υπερασπίσομε | να υπερασπίσουμε, υπερασπίσομε | |
2p | υπερασπίσετε | υπερασπίσατε | θα υπερασπίσετε | να υπερασπίσετε | υπερασπίστε |
3p | υπερασπίσουν, υπερασπίσουνε | υπεράσπισαν, υπερασπίσαν, υπερασπίσανε | θα υπερασπίσουν, υπερασπίσουνε | να υπερασπίσουν, υπερασπίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω υπερασπίσει | είχα υπερασπίσει | θα έχω υπερασπίσει | να έχω υπερασπίσει | |
2s | έχεις υπερασπίσει | είχες υπερασπίσει | θα έχεις υπερασπίσει | να έχεις υπερασπίσει | |
3s | έχει υπερασπίσει | είχε υπερασπίσει | θα έχει υπερασπίσει | να έχει υπερασπίσει | |
1p | έχουμε υπερασπίσει | είχαμε υπερασπίσει | θα έχουμε υπερασπίσει | να έχουμε υπερασπίσει | |
2p | έχετε υπερασπίσει | είχατε υπερασπίσει | θα έχετε υπερασπίσει | να έχετε υπερασπίσει | |
3p | έχουν υπερασπίσει | είχαν υπερασπίσει | θα έχουν υπερασπίσει | να έχουν υπερασπίσει | |
Participle: | υπερασπίζοντας | Non-finite ‡ | υπερασπίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Coordinate terms
- πολεμώ (polemó, “to fight”)