Definify.com
Definition 2025
υπογράφω
υπογράφω
See also: ὑπογράφω
Greek
Verb
υπογράφω • (ypográfo) (simple past υπέγραψα or υπόγραψα, passive form υπογράφομαι)
Conjugation
υπογράφω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | υπογράφω | υπέγραφα, υπόγραφα | θα υπογράφω | να υπογράφω | |
2s | υπογράφεις | υπέγραφες, υπόγραφες | θα υπογράφεις | να υπογράφεις | υπέγραφε |
3s | υπογράφει | υπέγραφε, υπόγραφε | θα υπογράφει | να υπογράφει | |
1p | υπογράφουμε, υπογράφομε | υπογράφαμε | θα υπογράφουμε, υπογράφομε | να υπογράφουμε, υπογράφομε | |
2p | υπογράφετε | υπογράφατε | θα υπογράφετε | να υπογράφετε | υπογράφετε |
3p | υπογράφουν, υπογράφουνε | υπέγραφαν, υπογράφαν, υπογράφανε, υπόγραφαν | θα υπογράφουν, υπογράφουνε | να υπογράφουν, υπογράφουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | υπογράψω | υπέγραψα, υπόγραψα | θα υπογράψω | να υπογράψω | |
2s | υπογράψεις | υπέγραψες, υπόγραψες | θα υπογράψεις | να υπογράψεις | υπέγραψε |
3s | υπογράψει | υπέγραψε, υπόγραψε | θα υπογράψει | να υπογράψει | |
1p | υπογράψουμε, υπογράψομε | υπογράψαμε | θα υπογράψουμε, θα υπογράψομε | να υπογράψουμε, να υπογράψομε | |
2p | υπογράψετε | υπογράψατε | θα υπογράψετε | να υπογράψετε | υπογράψετε |
3p | υπογράψουν, υπογράψουνε | υπέγραψαν, υπογράψανε, υπόγραψαν | θα υπογράψουν, θα υπογράψουνε | να υπογράψουν, να υπογράψουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω υπογράψει | είχα υπογράψει | θα έχω υπογράψει | να έχω υπογράψει | |
2s | έχεις υπογράψει | είχες υπογράψει | θα έχεις υπογράψει | να έχεις υπογράψει | |
3s | έχει υπογράψει | είχε υπογράψει | θα έχει υπογράψει | να έχει υπογράψει | |
1p | έχουμε υπογράψει | είχαμε υπογράψει | θα έχουμε υπογράψει | να έχουμε υπογράψει | |
2p | έχετε υπογράψει | είχατε υπογράψει | θα έχετε υπογράψει | να έχετε υπογράψει | |
3p | έχουν υπογράψει | είχαν υπογράψει | θα έχουν υπογράψει | να έχουν υπογράψει | |
Participle: | υπογράφοντας | Non-finite ‡ | υπογράψει | 122, 1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||