Definify.com
Definition 2024
υποθηκεύω
υποθηκεύω
Greek
Verb
υποθηκεύω • (ypothikévo) (simple past υποθήκευσα, passive form υποθηκεύομαι)
- (finance) mortgage
Conjugation
υποθηκεύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | υποθηκεύω | υποθήκευα | θα υποθηκεύω | να υποθηκεύω | |
2s | υποθηκεύεις | υποθήκευες | θα υποθηκεύεις | να υποθηκεύεις | υποθήκευε |
3s | υποθηκεύει | υποθήκευε | θα υποθηκεύει | να υποθηκεύει | |
1p | υποθηκεύουμε, υποθηκεύομε | υποθηκεύαμε | θα υποθηκεύουμε, υποθηκεύομε | να υποθηκεύουμε, υποθηκεύομε | |
2p | υποθηκεύετε | υποθηκεύατε | θα υποθηκεύετε | να υποθηκεύετε | υποθηκεύετε |
3p | υποθηκεύουν, υποθηκεύουνε | υποθήκευαν, υποθηκεύαν, υποθηκεύανε | θα υποθηκεύουν, υποθηκεύουνε | να υποθηκεύουν, υποθηκεύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | υποθηκεύσω | υποθήκευσα | θα υποθηκεύσω | να υποθηκεύσω | |
2s | υποθηκεύσεις | υποθήκευσες | θα υποθηκεύσεις | να υποθηκεύσεις | υποθήκευσε |
3s | υποθηκεύσει | υποθήκευσε | θα υποθηκεύσει | να υποθηκεύσει | |
1p | υποθηκεύσουμε, υποθηκεύσομε | υποθηκεύσαμε | θα υποθηκεύσουμε, υποθηκεύσομε | να υποθηκεύσουμε, υποθηκεύσομε | |
2p | υποθηκεύσετε | υποθηκεύσατε | θα υποθηκεύσετε | να υποθηκεύσετε | υποθηκεύστε, υποθηκεύτε |
3p | υποθηκεύσουν, υποθηκεύσουνε | υποθήκευσαν, υποθηκεύσαν, υποθηκεύσανε | θα υποθηκεύσουν, υποθηκεύσουνε | να υποθηκεύσουν, υποθηκεύσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω υποθηκεύσει | είχα υποθηκεύσει | θα έχω υποθηκεύσει | να έχω υποθηκεύσει | |
2s | έχεις υποθηκεύσει | είχες υποθηκεύσει | θα έχεις υποθηκεύσει | να έχεις υποθηκεύσει | έχε υποθηκευμένο |
3s | έχει υποθηκεύσει | είχε υποθηκεύσει | θα έχει υποθηκεύσει | να έχει υποθηκεύσει | |
1p | έχουμε υποθηκεύσει | είχαμε υποθηκεύσει | θα έχουμε υποθηκεύσει | να έχουμε υποθηκεύσει | |
2p | έχετε υποθηκεύσει | είχατε υποθηκεύσει | θα έχετε υποθηκεύσει | να έχετε υποθηκεύσει | έχετε υποθηκευμένο |
3p | έχουν υποθηκεύσει | είχαν υποθηκεύσει | θα έχουν υποθηκεύσει | να έχουν υποθηκεύσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) υποθηκευμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) υποθηκευμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) υποθηκευμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) υποθηκευμένο | ||||
Participle: | υποθηκεύοντας | Non-finite ‡ | υποθηκεύσει | 17, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- see: υποθήκη f (ypothíki, “mortgage”)