Definify.com
Definition 2024
υπολογίζω
υπολογίζω
Greek
Verb
υπολογίζω • (ypologízo) (simple past υπολόγισα)
Conjugation
υπολογίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | υπολογίζω | υπολόγιζα | θα υπολογίζω | να υπολογίζω | |
2s | υπολογίζεις | υπολόγιζες | θα υπολογίζεις | να υπολογίζεις | υπολόγιζε |
3s | υπολογίζει | υπολόγιζε | θα υπολογίζει | να υπολογίζει | |
1p | υπολογίζουμε, υπολογίζομε | υπολογίζαμε | θα υπολογίζουμε, υπολογίζομε | να υπολογίζουμε, υπολογίζομε | |
2p | υπολογίζετε | υπολογίζατε | θα υπολογίζετε | να υπολογίζετε | υπολογίζετε |
3p | υπολογίζουν, υπολογίζουνε | υπολόγιζαν, υπολογίζαν, υπολογίζανε | θα υπολογίζουν, υπολογίζουνε | να υπολογίζουν, υπολογίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | υπολογίσω | υπολόγισα | θα υπολογίσω | να υπολογίσω | |
2s | υπολογίσεις | υπολόγισες | θα υπολογίσεις | να υπολογίσεις | υπολόγισε |
3s | υπολογίσει | υπολόγισε | θα υπολογίσει | να υπολογίσει | |
1p | υπολογίσουμε, υπολογίσομε | υπολογίσαμε | θα υπολογίσουμε, υπολογίσομε | να υπολογίσουμε, υπολογίσομε | |
2p | υπολογίσετε | υπολογίσατε | θα υπολογίσετε | να υπολογίσετε | υπολογίστε |
3p | υπολογίσουν, υπολογίσουνε | υπολόγισαν, υπολογίσαν, υπολογίσανε | θα υπολογίσουν, υπολογίσουνε | να υπολογίσουν, υπολογίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω υπολογίσει | είχα υπολογίσει | θα έχω υπολογίσει | να έχω υπολογίσει | |
2s | έχεις υπολογίσει | είχες υπολογίσει | θα έχεις υπολογίσει | να έχεις υπολογίσει | |
3s | έχει υπολογίσει | είχε υπολογίσει | θα έχει υπολογίσει | να έχει υπολογίσει | |
1p | έχουμε υπολογίσει | είχαμε υπολογίσει | θα έχουμε υπολογίσει | να έχουμε υπολογίσει | |
2p | έχετε υπολογίσει | είχατε υπολογίσει | θα έχετε υπολογίσει | να έχετε υπολογίσει | |
3p | έχουν υπολογίσει | είχαν υπολογίσει | θα έχουν υπολογίσει | να έχουν υπολογίσει | |
Participle: | υπολογίζοντας | Non-finite ‡ | υπολογίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- υπολογιστής m (ypologistís, “calculator”)