Definify.com
Definition 2024
υπομονετικός
υπομονετικός
Greek
Adjective
υπομονετικός • (ypomonetikós) m (feminine υπομονετική, neuter υπομονετικό)
Declension
positive forms of υπομονετικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπομονετικός | υπομονετική | υπομονετικό | υπομονετικοί | υπομονετικές | υπομονετικά |
genitive | υπομονετικού | υπομονετικής | υπομονετικού | υπομονετικών | υπομονετικών | υπομονετικών |
accusative | υπομονετικό | υπομονετική | υπομονετικό | υπομονετικούς | υπομονετικές | υπομονετικά |
vocative | υπομονετικέ | υπομονετική | υπομονετικό | υπομονετικοί | υπομονετικές | υπομονετικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπομονετικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπομονετικός, etc.) |
Antonyms
- ανυπόμονος (anypómonos, “impatient”)