Definify.com
Definition 2024
υποχρέωση
υποχρέωση
Greek
Noun
υποχρέωση • (ypochréosi) f (plural υποχρεώσεις)
- (law) obligation, duty, responsibility, liability
- Κανείς δεν έχει την υποχρέωση να κάνει αυτό που δεν θέλει. ― Kaneís den échei tin ypochréosi na kánei aftó pou den thélei. ― Nobody is obliged to do what they don't want to.
Declension
declension of υποχρέωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υποχρέωση | υποχρεώσεις |
genitive | υποχρέωσης / υποχρεώσεως | υποχρεώσεων |
accusative | υποχρέωση | υποχρεώσεις |
vocative | υποχρέωση | υποχρεώσεις |
Related terms
- υποχρέωση διατροφής f (ypochréosi diatrofís, “alimony,maintenance payment”)
- υποχρεώνω (ypochreóno, “to force, oblige”)
- υποχρεωτικός (ypochreotikós, “obligatory”)
- υπόχρεος (ypóchreos, “indebted”)