Definify.com
Definition 2024
υποχρεωτικός
υποχρεωτικός
Greek
Adjective
υποχρεωτικός • (ypochreotikós) m (feminine υποχρεωτική, neuter υποχρεωτικό)
- obligatory, compulsory, mandatory
- Στην Ελλάδα, είναι υποχρεωτικό να πας στον στρατό. ― Stin Elláda, eínai ypochreotikó na pas ston strató. ― In Greece, it's compulsory to join the army.
- obliging, helpful
Declension
positive forms of υποχρεωτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υποχρεωτικός | υποχρεωτική | υποχρεωτικό | υποχρεωτικοί | υποχρεωτικές | υποχρεωτικά |
genitive | υποχρεωτικού | υποχρεωτικής | υποχρεωτικού | υποχρεωτικών | υποχρεωτικών | υποχρεωτικών |
accusative | υποχρεωτικό | υποχρεωτική | υποχρεωτικό | υποχρεωτικούς | υποχρεωτικές | υποχρεωτικά |
vocative | υποχρεωτικέ | υποχρεωτική | υποχρεωτικό | υποχρεωτικοί | υποχρεωτικές | υποχρεωτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υποχρεωτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υποχρεωτικός, etc.) |