Definify.com

Definition 2024


υποχρεωτικός

υποχρεωτικός

Greek

Adjective

υποχρεωτικός (ypochreotikós) m (feminine υποχρεωτική, neuter υποχρεωτικό)

  1. obligatory, compulsory, mandatory
    Στην Ελλάδα, είναι υποχρεωτικό να πας στον στρατό.Stin Elláda, eínai ypochreotikó na pas ston strató. ― In Greece, it's compulsory to join the army.
  2. obliging, helpful

Declension

Related terms