Definify.com

Definition 2024


υποχρεώνω

υποχρεώνω

Greek

Verb

υποχρεώνω (ypochreóno) (simple past υποχρέωσα, passive form υποχρεώνομαι)

  1. oblige, force, obligate, compel
    Ο νόμος μας υποχρεώνει να τον φυλακίσουμε.O nómos mas ypochreónei na ton fylakísoume. ― The law obliges us to imprison him.

Conjugation

Synonyms

Related terms