Definify.com
Definition 2024
φανταστικός
φανταστικός
Greek
Adjective
φανταστικός • (fantastikós) m (feminine φανταστική, neuter φανταστικό)
Declension
positive forms of φανταστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φανταστικός | φανταστική | φανταστικό | φανταστικοί | φανταστικές | φανταστικά |
genitive | φανταστικού | φανταστικής | φανταστικού | φανταστικών | φανταστικών | φανταστικών |
accusative | φανταστικό | φανταστική | φανταστικό | φανταστικούς | φανταστικές | φανταστικά |
vocative | φανταστικέ | φανταστική | φανταστικό | φανταστικοί | φανταστικές | φανταστικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φανταστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φανταστικός, etc.) |
Synonyms
- επινοημένος (epinoiménos)
Derived terms
- φανταστικός αριθμός m (fantastikós arithmós, “imaginary number”)
Antonyms
- πραγματικός (pragmatikós, “real”)