Definify.com
Definition 2024
φανταχτερός
φανταχτερός
Greek
Adjective
φανταχτερός • (fantachterós) m (feminine φανταχτερή, neuter φανταχτερό)
Declension
positive forms of φανταχτερός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φανταχτερός | φανταχτερή | φανταχτερό | φανταχτεροί | φανταχτερές | φανταχτερά |
genitive | φανταχτερού | φανταχτερής | φανταχτερού | φανταχτερών | φανταχτερών | φανταχτερών |
accusative | φανταχτερό | φανταχτερή | φανταχτερό | φανταχτερούς | φανταχτερές | φανταχτερά |
vocative | φανταχτερέ | φανταχτερή | φανταχτερό | φανταχτεροί | φανταχτερές | φανταχτερά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φανταχτερός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φανταχτερός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φανταχτερότερος | φανταχτερότερη | φανταχτερότερο | φανταχτερότεροι | φανταχτερότερες | φανταχτερότερα |
genitive | φανταχτερότερου | φανταχτερότερης | φανταχτερότερου | φανταχτερότερων | φανταχτερότερων | φανταχτερότερων |
accusative | φανταχτερότερο | φανταχτερότερη | φανταχτερότερο | φανταχτερότερους | φανταχτερότερες | φανταχτερότερα |
vocative | φανταχτερότερε | φανταχτερότερη | φανταχτερότερο | φανταχτερότεροι | φανταχτερότερες | φανταχτερότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο φανταχτερότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φανταχτερότερος | φανταχτερότερη | φανταχτερότερο | φανταχτερότεροι | φανταχτερότερες | φανταχτερότερα |
genitive | φανταχτερότερου | φανταχτερότερης | φανταχτερότερου | φανταχτερότερων | φανταχτερότερων | φανταχτερότερων |
accusative | φανταχτερότερο | φανταχτερότερη | φανταχτερότερο | φανταχτερότερους | φανταχτερότερες | φανταχτερότερα |
vocative | φανταχτερότερε | φανταχτερότερη | φανταχτερότερο | φανταχτερότεροι | φανταχτερότερες | φανταχτερότερα |