Definify.com
Definition 2024
φεμινιστικός
φεμινιστικός
Greek
Adjective
φεμινιστικός • (feministikós) m (feminine φεμινιστική, neuter φεμινιστικό)
Declension
positive forms of φεμινιστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φεμινιστικός | φεμινιστική | φεμινιστικό | φεμινιστικοί | φεμινιστικές | φεμινιστικά |
genitive | φεμινιστικού | φεμινιστικής | φεμινιστικού | φεμινιστικών | φεμινιστικών | φεμινιστικών |
accusative | φεμινιστικό | φεμινιστική | φεμινιστικό | φεμινιστικούς | φεμινιστικές | φεμινιστικά |
vocative | φεμινιστικέ | φεμινιστική | φεμινιστικό | φεμινιστικοί | φεμινιστικές | φεμινιστικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φεμινιστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φεμινιστικός, etc.) |
Related terms
- see: φεμινισμός m (feminismós, “feminism”)
External links
- Φεμινισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el