Definify.com
Definition 2024
φιλανθρωπικός
φιλανθρωπικός
Greek
Adjective
φιλανθρωπικός • (filanthropikós) m (feminine φιλανθρωπική, neuter φιλανθρωπικό)
- philanthropic, charitable (relating to charitable organisations or people)
Declension
positive forms of φιλανθρωπικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φιλανθρωπικός | φιλανθρωπική | φιλανθρωπικό | φιλανθρωπικοί | φιλανθρωπικές | φιλανθρωπικά |
genitive | φιλανθρωπικού | φιλανθρωπικής | φιλανθρωπικού | φιλανθρωπικών | φιλανθρωπικών | φιλανθρωπικών |
accusative | φιλανθρωπικό | φιλανθρωπική | φιλανθρωπικό | φιλανθρωπικούς | φιλανθρωπικές | φιλανθρωπικά |
vocative | φιλανθρωπικέ | φιλανθρωπική | φιλανθρωπικό | φιλανθρωπικοί | φιλανθρωπικές | φιλανθρωπικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φιλανθρωπικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φιλανθρωπικός, etc.) |
Related terms
- see: φιλανθρωπία f (filanthropía, “philanthropy”)