Definify.com
Definition 2024
φιλοσοφικός
φιλοσοφικός
Greek
Adjective
φιλοσοφικός • (filosofikós) m (feminine φιλοσοφική, neuter φιλοσοφικό)
Declension
positive forms of φιλοσοφικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φιλοσοφικός | φιλοσοφική | φιλοσοφικό | φιλοσοφικοί | φιλοσοφικές | φιλοσοφικά |
genitive | φιλοσοφικού | φιλοσοφικής | φιλοσοφικού | φιλοσοφικών | φιλοσοφικών | φιλοσοφικών |
accusative | φιλοσοφικό | φιλοσοφική | φιλοσοφικό | φιλοσοφικούς | φιλοσοφικές | φιλοσοφικά |
vocative | φιλοσοφικέ | φιλοσοφική | φιλοσοφικό | φιλοσοφικοί | φιλοσοφικές | φιλοσοφικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φιλοσοφικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φιλοσοφικός, etc.) |
Related terms
- see: φιλοσοφία f (filosofía, “philosophy”)