Definify.com
Definition 2024
φουριόζος
φουριόζος
Greek
Adjective
φουριόζος • (fouriózos) m (feminine φουριόζα, neuter φουριόζο)
- furious
Declension
positive forms of φουριόζος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φουριόζος | φουριόζα | φουριόζο | φουριόζοι | φουριόζες | φουριόζα |
genitive | φουριόζου | φουριόζας | φουριόζου | φουριόζων | φουριόζων | φουριόζων |
accusative | φουριόζο | φουριόζα | φουριόζο | φουριόζους | φουριόζες | φουριόζα |
vocative | φουριόζε | φουριόζα | φουριόζο | φουριόζοι | φουριόζες | φουριόζα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φουριόζος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φουριόζος, etc.) |