Definify.com
Definition 2024
φτηνός
φτηνός
Greek
Alternative forms
- φθηνός (fthinós)
Adjective
φτηνός • (ftinós) m (feminine φτηνή, neuter φτηνό)
Declension
positive forms of φτηνός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φτηνός | φτηνή | φτηνό | φτηνοί | φτηνές | φτηνά |
genitive | φτηνού | φτηνής | φτηνού | φτηνών | φτηνών | φτηνών |
accusative | φτηνό | φτηνή | φτηνό | φτηνούς | φτηνές | φτηνά |
vocative | φτηνέ | φτηνή | φτηνό | φτηνοί | φτηνές | φτηνά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φτηνός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φτηνός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φτηνότερος | φτηνότερη | φτηνότερο | φτηνότεροι | φτηνότερες | φτηνότερα |
genitive | φτηνότερου | φτηνότερης | φτηνότερου | φτηνότερων | φτηνότερων | φτηνότερων |
accusative | φτηνότερο | φτηνότερη | φτηνότερο | φτηνότερους | φτηνότερες | φτηνότερα |
vocative | φτηνότερε | φτηνότερη | φτηνότερο | φτηνότεροι | φτηνότερες | φτηνότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο φτηνότερος", etc) |
See also
- ανέξοδος (anéxodos, “free of cost, costless”)
Antonyms
- ακριβός (akrivós, “expensive”)