Definify.com
Definition 2024
φυλλομετρώ
φυλλομετρώ
Greek
Alternative forms
- φυλλομετράω (fyllometráo)
Verb
φυλλομετρώ • (fyllometró) (simple past φυλλομέτρησα)
Conjugation
φυλλομετρώ, φυλλομετράω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | φυλλομετρώ, φυλλομετράω | φυλλομετρούσα, φυλλομέτραγα | θα φυλλομετρώ, θα φυλλομετράω | να φυλλομετρώ, να φυλλομετράω | |
2s | φυλλομετράς | φυλλομετρούσες, φυλλομέτραγες | θα φυλλομετράς | να φυλλομετράς | φυλλομέτρα |
3s | φυλλομετρά, φυλλομετράει | φυλλομετρούσε, φυλλομέτραγε | θα φυλλομετρά, θα φυλλομετράει | να φυλλομετρά, να φυλλομετράει | |
1p | φυλλομετρούμε, φυλλομετράμε | φυλλομετρούσαμε, φυλλομετράγαμε | θα φυλλομετρούμε, θα φυλλομετράμε | να φυλλομετρούμε, να φυλλομετράμε | |
2p | φυλλομετράτε | φυλλομετρούσατε, φυλλομετράγατε | θα φυλλομετράτε | να φυλλομετράτε | φυλλομετράτε |
3p | φυλλομετρούν, φυλλομετρούνε, φυλλομετράνε, φυλλομετράν | φυλλομετρούσαν, φυλλομετρούσανε, φυλλομέτραγαν, φυλλομετράγανε | θα φυλλομετρούν, θα φυλλομετρούνε, θα φυλλομετράνε, θα φυλλομετράν | να φυλλομετρούν, να φυλλομετρούνε, να φυλλομετράνε, να φυλλομετράν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | φυλλομετρήσω | φυλλομέτρησα | θα φυλλομετρήσω | να φυλλομετρήσω | |
2s | φυλλομετρήσεις | φυλλομέτρησες | θα φυλλομετρήσεις | να φυλλομετρήσεις | φυλλομέτρησε |
3s | φυλλομετρήσει | φυλλομέτρησε | θα φυλλομετρήσει | να φυλλομετρήσει | |
1p | φυλλομετρήσουμε, φυλλομετρήσομε | φυλλομετρήσαμε | θα φυλλομετρήσουμε, θα φυλλομετρήσομε | να φυλλομετρήσουμε, να φυλλομετρήσομε | |
2p | φυλλομετρήσετε | φυλλομετρήσατε | θα φυλλομετρήσετε | να φυλλομετρήσετε | φυλλομετρήστε |
3p | φυλλομετρήσουν, φυλλομετρήσουνε | φυλλομέτρησαν, φυλλομετρήσανε, φυλλομετρήσαν | θα φυλλομετρήσουν, θα φυλλομετρήσουνε | να φυλλομετρήσουν, να φυλλομετρήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω φυλλομετρήσει | είχα φυλλομετρήσει | θα έχω φυλλομετρήσει | να έχω φυλλομετρήσει | |
2s | έχεις φυλλομετρήσει | είχες φυλλομετρήσει | θα έχεις φυλλομετρήσει | να έχεις φυλλομετρήσει | |
3s | έχει φυλλομετρήσει | είχε φυλλομετρήσει | θα έχει φυλλομετρήσει | να έχει φυλλομετρήσει | |
1p | έχουμε φυλλομετρήσει | είχαμε φυλλομετρήσει | θα έχουμε φυλλομετρήσει | να έχουμε φυλλομετρήσει | |
2p | έχετε φυλλομετρήσει | είχατε φυλλομετρήσει | θα έχετε φυλλομετρήσει | να έχετε φυλλομετρήσει | |
3p | έχουν φυλλομετρήσει | είχαν φυλλομετρήσει | θα έχουν φυλλομετρήσει | να έχουν φυλλομετρήσει | |
Participle: | φυλλομετρώντας | Non-finite ‡ | φυλλομετρήσει | 58-ησ-2A1-2A1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||