Definify.com

Definition 2024


φωτιστικός

φωτιστικός

Greek

Adjective

φωτιστικός (fotistikós) m (feminine φωτιστική, neuter φωτιστικό)

  1. lighting, light
    φωτιστικό πετρέλαιο (kerosene, paraffin)

Declension