Definify.com
Definition 2024
φωτιστικός
φωτιστικός
Greek
Adjective
φωτιστικός • (fotistikós) m (feminine φωτιστική, neuter φωτιστικό)
Declension
positive forms of φωτιστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φωτιστικός | φωτιστική | φωτιστικό | φωτιστικοί | φωτιστικές | φωτιστικά |
genitive | φωτιστικού | φωτιστικής | φωτιστικού | φωτιστικών | φωτιστικών | φωτιστικών |
accusative | φωτιστικό | φωτιστική | φωτιστικό | φωτιστικούς | φωτιστικές | φωτιστικά |
vocative | φωτιστικέ | φωτιστική | φωτιστικό | φωτιστικοί | φωτιστικές | φωτιστικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φωτιστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φωτιστικός, etc.) |