Definify.com
Definition 2024
φωτογραφίζω
φωτογραφίζω
Greek
Verb
φωτογραφίζω • (fotografízo) (simple past φωτογράφισα)
Conjugation
φωτογραφίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | φωτογραφίζω | φωτογράφιζα | θα φωτογραφίζω | να φωτογραφίζω | |
2s | φωτογραφίζεις | φωτογράφιζες | θα φωτογραφίζεις | να φωτογραφίζεις | φωτογράφιζε |
3s | φωτογραφίζει | φωτογράφιζε | θα φωτογραφίζει | να φωτογραφίζει | |
1p | φωτογραφίζουμε, φωτογραφίζομε | φωτογραφίζαμε | θα φωτογραφίζουμε, φωτογραφίζομε | να φωτογραφίζουμε, φωτογραφίζομε | |
2p | φωτογραφίζετε | φωτογραφίζατε | θα φωτογραφίζετε | να φωτογραφίζετε | φωτογραφίζετε |
3p | φωτογραφίζουν, φωτογραφίζουνε | φωτογράφιζαν, φωτογραφίζαν, φωτογραφίζανε | θα φωτογραφίζουν, φωτογραφίζουνε | να φωτογραφίζουν, φωτογραφίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | φωτογραφίσω | φωτογράφισα | θα φωτογραφίσω | να φωτογραφίσω | |
2s | φωτογραφίσεις | φωτογράφισες | θα φωτογραφίσεις | να φωτογραφίσεις | φωτογράφισε |
3s | φωτογραφίσει | φωτογράφισε | θα φωτογραφίσει | να φωτογραφίσει | |
1p | φωτογραφίσουμε, φωτογραφίσομε | φωτογραφίσαμε | θα φωτογραφίσουμε, φωτογραφίσομε | να φωτογραφίσουμε, φωτογραφίσομε | |
2p | φωτογραφίσετε | φωτογραφίσατε | θα φωτογραφίσετε | να φωτογραφίσετε | φωτογραφίστε |
3p | φωτογραφίσουν, φωτογραφίσουνε | φωτογράφισαν, φωτογραφίσαν, φωτογραφίσανε | θα φωτογραφίσουν, φωτογραφίσουνε | να φωτογραφίσουν, φωτογραφίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω φωτογραφίσει | είχα φωτογραφίσει | θα έχω φωτογραφίσει | να έχω φωτογραφίσει | |
2s | έχεις φωτογραφίσει | είχες φωτογραφίσει | θα έχεις φωτογραφίσει | να έχεις φωτογραφίσει | |
3s | έχει φωτογραφίσει | είχε φωτογραφίσει | θα έχει φωτογραφίσει | να έχει φωτογραφίσει | |
1p | έχουμε φωτογραφίσει | είχαμε φωτογραφίσει | θα έχουμε φωτογραφίσει | να έχουμε φωτογραφίσει | |
2p | έχετε φωτογραφίσει | είχατε φωτογραφίσει | θα έχετε φωτογραφίσει | να έχετε φωτογραφίσει | |
3p | έχουν φωτογραφίσει | είχαν φωτογραφίσει | θα έχουν φωτογραφίσει | να έχουν φωτογραφίσει | |
Participle: | φωτογραφίζοντας | Non-finite ‡ | φωτογραφίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- see: φωτογραφία f (fotografía, “photography”)