Definify.com
Definition 2024
χειμέριος
χειμέριος
Greek
Adjective
χειμέριος • (cheimérios) m (feminine χειμερία, neuter χειμέριο)
Declension
positive forms of χειμέριος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χειμέριος | χειμέρια | χειμέριο | χειμέριοι | χειμέριες | χειμέρια |
genitive | χειμέριου | χειμέριας | χειμέριου | χειμέριων | χειμέριων | χειμέριων |
accusative | χειμέριο | χειμέρια | χειμέριο | χειμέριους | χειμέριες | χειμέρια |
vocative | χειμέριε | χειμέρια | χειμέριο | χειμέριοι | χειμέριες | χειμέρια |
Synonyms
- χειμερινός (cheimerinós)
- χειμωνιάτικος (cheimoniátikos)
Derived terms
- χειμερία νάρκη f (cheimería nárki, “hibernation”)
- and see: χειμώνας m (cheimónas, “winter”)