Definify.com
Definition 2024
χειμερινός
χειμερινός
Ancient Greek
Adjective
χειμερινός • (kheimerinós) m (feminine χειμερινή, neuter χειμερινόν); first/second declension
References
- χειμερινός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- χειμερινός in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- «χειμερινός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- Woodhouse, S. C. (1910) English-Greek Dictionary: A Vocabulary of the Attic Language, London: Routledge & Kegan Paul Limited.
- bleak idem, page 82.
- penetrating idem, page 603.
- winter idem, page 982.
- wintry idem, page 982.
Greek
Adjective
χειμερινός • (cheimerinós) m (feminine χειμερινή, neuter χειμερινό)
Declension
positive forms of χειμερινός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χειμερινός | χειμερινή | χειμερινό | χειμερινοί | χειμερινές | χειμερινά |
genitive | χειμερινού | χειμερινής | χειμερινού | χειμερινών | χειμερινών | χειμερινών |
accusative | χειμερινό | χειμερινή | χειμερινό | χειμερινούς | χειμερινές | χειμερινά |
vocative | χειμερινέ | χειμερινή | χειμερινό | χειμερινοί | χειμερινές | χειμερινά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο χειμερινός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο χειμερινός, etc.) |
Synonyms
- χειμέριος (cheimérios)
- χειμωνιάτικος (cheimoniátikos)
Derived terms
- see: χειμώνας m (cheimónas, “winter”)