Definify.com
Definition 2024
χρήση
χρήση
Greek
Noun
χρήση • (chrísi) f (plural χρήσεις)
- use, application, usage
- για χρήση από τους μαθητές ― gia chrísi apó tous mathités ― for use by students
- φάρμακο για εξωτερική χρήση ― fármako gia exoterikí chrísi ― medication for external use
Declension
declension of χρήση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χρήση | χρήσεις |
genitive | χρήσης / χρήσεως | χρήσεων |
accusative | χρήση | χρήσεις |
vocative | χρήση | χρήσεις |
Derived terms
- πάνα μιας χρήσης f (pána mias chrísis, “disposable nappy”)
- χρησιμοποιώ (chrisimopoió, “to use”)
- χρήσιμος (chrísimos, “useful”)
- χρησιμότητα f (chrisimótita, “usefulness”)