Definify.com

Definition 2024


χρήση

χρήση

Greek

Noun

χρήση (chrísi) f (plural χρήσεις)

  1. use, application, usage
    για χρήση από τους μαθητέςgia chrísi apó tous mathités ― for use by students
    φάρμακο για εξωτερική χρήσηfármako gia exoterikí chrísi ― medication for external use

Declension

Derived terms