Definify.com
Definition 2024
χρησιμοποιώ
χρησιμοποιώ
Greek
Verb
χρησιμοποιώ • (chrisimopoió) (simple past χρησιμοποίησα, passive form χρησιμοποιούμαι)
- use, employ, put to use, utilise
- employ (someone)
Conjugation
χρησιμοποιώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | χρησιμοποιώ | χρησιμοποιούσα | θα χρησιμοποιώ | να χρησιμοποιώ | |
2s | χρησιμοποιείς | χρησιμοποιούσες | θα χρησιμοποιείς | να χρησιμοποιείς | — |
3s | χρησιμοποιεί | χρησιμοποιούσε | θα χρησιμοποιεί | να χρησιμοποιεί | |
1p | χρησιμοποιούμε | χρησιμοποιούσαμε | θα χρησιμοποιούμε | να χρησιμοποιούμε | |
2p | χρησιμοποιείτε | χρησιμοποιούσατε | θα χρησιμοποιείτε | να χρησιμοποιείτε | χρησιμοποιείτε |
3p | χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούνε | χρησιμοποιούσαν, χρησιμοποιούσανε | θα χρησιμοποιούν, θα χρησιμοποιούνε | να χρησιμοποιούν, να χρησιμοποιούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | χρησιμοποιήσω | χρησιμοποίησα | θα χρησιμοποιήσω | να χρησιμοποιήσω | |
2s | χρησιμοποιήσεις | χρησιμοποίησες | θα χρησιμοποιήσεις | να χρησιμοποιήσεις | χρησιμοποίησε |
3s | χρησιμοποιήσει | χρησιμοποίησε | θα χρησιμοποιήσει | να χρησιμοποιήσει | |
1p | χρησιμοποιήσουμε, χρησιμοποιήσομε | χρησιμοποιήσαμε | θα χρησιμοποιήσουμε, θα χρησιμοποιήσομε | να χρησιμοποιήσουμε, να χρησιμοποιήσομε | |
2p | χρησιμοποιήσετε | χρησιμοποιήσατε | θα χρησιμοποιήσετε | να χρησιμοποιήσετε | χρησιμοποιήστε, χρησιμοποιήσετε |
3p | χρησιμοποιήσουν, χρησιμοποιήσουνε | χρησιμοποίησαν, χρησιμοποιήσαν, χρησιμοποιήσανε | θα χρησιμοποιήσουν, θα χρησιμοποιήσουνε | να χρησιμοποιήσουν, να χρησιμοποιήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω χρησιμοποιήσει | είχα χρησιμοποιήσει | θα έχω χρησιμοποιήσει | να έχω χρησιμοποιήσει | |
2s | έχεις χρησιμοποιήσει | είχες χρησιμοποιήσει | θα έχεις χρησιμοποιήσει | να έχεις χρησιμοποιήσει | |
3s | έχει χρησιμοποιήσει | είχε χρησιμοποιήσει | θα έχει χρησιμοποιήσει | να έχει χρησιμοποιήσει | |
1p | έχουμε χρησιμοποιήσει | είχαμε χρησιμοποιήσει | θα έχουμε χρησιμοποιήσει | να έχουμε χρησιμοποιήσει | |
2p | έχετε χρησιμοποιήσει | είχατε χρησιμοποιήσει | θα έχετε χρησιμοποιήσει | να έχετε χρησιμοποιήσει | |
3p | έχουν χρησιμοποιήσει | είχαν χρησιμοποιήσει | θα έχουν χρησιμοποιήσει | να έχουν χρησιμοποιήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) χρησιμοποιημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) χρησιμοποιημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) χρησιμοποιημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) χρησιμοποιημένο | ||||
Participle: | χρησιμοποιώντας | Non-finite ‡ | χρησιμοποιήσει | 73, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses |
|||||
Related terms
- see: χρήση f (chrísi, “use, usage”)
Coordinate terms
- απασχολώ (apascholó, “to employ, to give a job to”)