Definify.com
Definition 2024
χρήσιμος
χρήσιμος
Greek
Adjective
χρήσιμος • (chrísimos) m (feminine χρήσιμη, neuter χρήσιμο)
Declension
positive forms of χρήσιμος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χρήσιμος | χρήσιμη | χρήσιμο | χρήσιμοι | χρήσιμες | χρήσιμα |
genitive | χρήσιμου | χρήσιμης | χρήσιμου | χρήσιμων | χρήσιμων | χρήσιμων |
accusative | χρήσιμο | χρήσιμη | χρήσιμο | χρήσιμους | χρήσιμες | χρήσιμα |
vocative | χρήσιμε | χρήσιμη | χρήσιμο | χρήσιμοι | χρήσιμες | χρήσιμα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο χρήσιμος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο χρήσιμος, etc.) |
Antonyms
- άχρηστος (áchristos)
Related terms
- see: χρήση f (chrísi, “use, usage”)