Definify.com
Definition 2024
χρονοβόρος
χρονοβόρος
Greek
Adjective
χρονοβόρος • (chronovóros) m (feminine χρονοβόρα, neuter χρονοβόρο)
Declension
positive forms of χρονοβόρος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χρονοβόρος | χρονοβόρη | χρονοβόρο | χρονοβόροι | χρονοβόρες | χρονοβόρα |
genitive | χρονοβόρου | χρονοβόρης | χρονοβόρου | χρονοβόρων | χρονοβόρων | χρονοβόρων |
accusative | χρονοβόρο | χρονοβόρη | χρονοβόρο | χρονοβόρους | χρονοβόρες | χρονοβόρα |
vocative | χρονοβόρε | χρονοβόρη | χρονοβόρο | χρονοβόροι | χρονοβόρες | χρονοβόρα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο χρονοβόρος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο χρονοβόρος, etc.) |