Definify.com

Definition 2024


ψάχνω

ψάχνω

Greek

Verb

ψάχνω (psáchno) (simple past έψαξα, passive form ψάχνομαι)

  1. look for, hunt for, search, rummage
    • 2006, C:Real, Το μυστήριο, lyrics by Αποστόλης Κοσκινάς (Apostolis Koskinas) & Ειρήνη Δούκα (Eirini Douka)
      Το μυστήριο που αναζητώ
      αυτό που ψάχνουν κι όλοι οι άλλοι
      είναι εδώ και είν' αληθινό
      είναι μια αγάπη πιο μεγάλη
      The mystery I'm searching for,
      for which all others are looking
      It's here and it's real
      It's a greater love

Conjugation

Synonyms