Definify.com
Definition 2024
ψεύτικος
ψεύτικος
Greek
Adjective
ψεύτικος • (pséftikos) m (feminine ψεύτικη, neuter ψεύτικο)
Declension
positive forms of ψεύτικος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ψεύτικος | ψεύτικη | ψεύτικο | ψεύτικοι | ψεύτικες | ψεύτικα |
genitive | ψεύτικου | ψεύτικης | ψεύτικου | ψεύτικων | ψεύτικων | ψεύτικων |
accusative | ψεύτικο | ψεύτικη | ψεύτικο | ψεύτικους | ψεύτικες | ψεύτικα |
vocative | ψεύτικε | ψεύτικη | ψεύτικο | ψεύτικοι | ψεύτικες | ψεύτικα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ψεύτικος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ψεύτικος, etc.) |