Definify.com
Definition 2024
ψυχιατρικός
ψυχιατρικός
Greek
Adjective
ψυχιατρικός • (psychiatrikós) m (feminine ψυχιατρική, neuter ψυχιατρικό)
Declension
positive forms of ψυχιατρικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ψυχιατρικός | ψυχιατρική | ψυχιατρικό | ψυχιατρικοί | ψυχιατρικές | ψυχιατρικά |
genitive | ψυχιατρικού | ψυχιατρικής | ψυχιατρικού | ψυχιατρικών | ψυχιατρικών | ψυχιατρικών |
accusative | ψυχιατρικό | ψυχιατρική | ψυχιατρικό | ψυχιατρικούς | ψυχιατρικές | ψυχιατρικά |
vocative | ψυχιατρικέ | ψυχιατρική | ψυχιατρικό | ψυχιατρικοί | ψυχιατρικές | ψυχιατρικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ψυχιατρικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ψυχιατρικός, etc.) |