Definify.com

Definition 2024


ωμός

ωμός

See also: ώμος, ὠμός, and ὦμος

Greek

Adjective

ωμός (omós) m (feminine ωμή, neuter ωμό)

  1. raw, uncooked
    λεπτές στρώσεις ωμού μοσχαρίσιου κρέατος
    thin layer of raw beef
  2. crude
  3. brutal

Declension